σχοίνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinisma
|Transliteration C=schoinisma
|Beta Code=sxoi/nisma
|Beta Code=sxoi/nisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of land measured out by the</b> <b class="b3">σχοῖνος</b>, <b class="b2">portion, allotment</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>32.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Jo.</span>17.14</span>,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">division, portion</b> of a people, ib.<span class="bibl"><span class="title">2 Ki.</span>8.2</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[piece of land measured out by the]] [[σχοῖνος]], [[portion]], [[allotment]], [[LXX]] ''De.''32.9, ''Jo.''17.14,al.<br><span class="bld">2</span> generally, [[division]], [[portion]] of a people, ib.''2 Ki.''8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοίνισμα''': τό, [[μέρος]] τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, [[μερίδιον]], [[κλῆρος]], Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) [[καθόλου]], [[διαίρεσις]], [[μερίδιον]], [[μέρος]] λαοῦ, [[αὐτόθι]] (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).
|lstext='''σχοίνισμα''': τό, [[μέρος]] τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, [[μερίδιον]], [[κλῆρος]], Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) [[καθόλου]], [[διαίρεσις]], [[μερίδιον]], [[μέρος]] λαοῦ, [[αὐτόθι]] (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[τμήμα]] γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, [[κλήρος]] («[[σχοίνισμα]] κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταμέτρηση]] τμήματος γης με σχοίνο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[τμήμα]] λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμα</i>, μέσω αμάρτυρου [[σχοινίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[σχοινίζω]]: <i>παρα</i>-[[σχοίνισμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοίνισμα Medium diacritics: σχοίνισμα Low diacritics: σχοίνισμα Capitals: ΣΧΟΙΝΙΣΜΑ
Transliteration A: schoínisma Transliteration B: schoinisma Transliteration C: schoinisma Beta Code: sxoi/nisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, LXX De.32.9, Jo.17.14,al.
2 generally, division, portion of a people, ib.2 Ki.8.2.

German (Pape)

[Seite 1057] τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σχοίνισμα: τό, μέρος τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, μερίδιον, κλῆρος, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) καθόλου, διαίρεσις, μερίδιον, μέρος λαοῦ, αὐτόθι (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήροςσχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ», ΚΔ)
αρχ.
1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο
2. συνεκδ. τμήμα λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμα, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. παρα-σχοινίζω: παρα-σχοίνισμα)].