ἰθυπτίων: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithyption
|Transliteration C=ithyption
|Beta Code=i)qupti/wn
|Beta Code=i)qupti/wn
|Definition=[<b class="b3">πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, only in <span class="bibl">Il.21.169</span> <b class="b3">μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε</b>, from [[πέτομαι]], [[straight-flying]] (cf. [[ἰθύς]] (A) ''ΙΙ''):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, [[straight-fibred]] (fort. <b class="b3">-κτείωνα</b>, cf. [[εὐθυκτέανον]], [[κτηδών]]).
|Definition=[πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ, only in Il.21.169 <b class="b3">μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε</b>, from [[πέτομαι]], [[straight-flying]] (cf. [[ἰθύς]] (A) ''ΙΙ''):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, [[straight-fibred]] (fort. -κτείωνα, cf. [[εὐθυκτέανον]], [[κτηδών]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />qui vole en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[πέτομαι]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[qui vole en droite ligne]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠπτίων Medium diacritics: ἰθυπτίων Low diacritics: ιθυπτίων Capitals: ΙΘΥΠΤΙΩΝ
Transliteration A: ithyptíōn Transliteration B: ithyptiōn Transliteration C: ithyption Beta Code: i)qupti/wn

English (LSJ)

[πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ, only in Il.21.169 μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε, from πέτομαι, straight-flying (cf. ἰθύς (A) ΙΙ):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. -κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).

German (Pape)

[Seite 1246] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von πέτομαι, πτέσθαι, die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an πίπτω, grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder ἰθυκέαστος, gerade zu spalten.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui vole en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἰθυπτίων: 2, gen. ωνος прямо летящий (μελίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυπτίων: πτῑ, ωνος, ὁ, ἡ, μόνον ἐν Ἰλ. Φ. 169, μελίην ἰθυπτίωνα Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε, ἐκ τοῦ πέτομαι, κατ’ εὐθεῖαν πετομένην (πρβλ. ἰθὺς ΙΙ)· ἀλλ’ ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω ἰθυκτίωνα, ἐκ τοῦ κτεὶς ἢ κτηδών, εὐθείας ἶνας ἔχων.

English (Autenrieth)

ωνος (πέτομαι): straightflying, μελίη, Il. 21.169†.

Greek Monolingual

ἰθυπτίων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πετά κατευθείαν μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + θ. πτ- (μηδενισμένη βαθμίδα του πέτομαι) + κατάλ. -ιων].

Greek Monotonic

ἰθυπτίων: [πτῑ], -ωνος, ὁ, ἡ (πέτομαι), αυτός που εκτοξεύεται σε ευθεία γραμμή, λέγεται για το ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: flying straight (lance) (Φ 169, verse end).
Other forms: only acc. μελίην -ωνα
Origin: IE [Indo-European] [825] *pet- fly, fall
Etymology: Compound of ἰθύς and the zero grade of πέτομαι with ending after the nouns in -ων, -ίων (καταπύγων, οὑρανίων, κυλλοποδίων) for *ἰθύ-πτ-ιος (like ὁμό-γν-ιος). Schulze Q. 309 (also on the lengthening of the -ι-), Risch 52.

Middle Liddell

ἰθυ-πτίων, ωνος, πέτομαι
straight-flying, of a javelin, Il.