δικτυώδης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diktyodis | |Transliteration C=diktyodis | ||
|Beta Code=diktuw/dhs | |Beta Code=diktuw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=δικτυώδες,<br><span class="bld">A</span> = [[δικτυοειδής]] ([[net-like]]), Sch.Ar.''V.''99, Poll.4.116.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[δικτυῶδες]], τό, = [[δικτυῶδες πλέγμα]] ([[rete mirabile]]), Hp.''Ep.''19 (''Hermes'' 53.69). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
δικτυώδες,
A = δικτυοειδής (net-like), Sch.Ar.V.99, Poll.4.116.
II Subst. δικτυῶδες, τό, = δικτυῶδες πλέγμα (rete mirabile), Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).
Spanish (DGE)
-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
German (Pape)
[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.
Greek Monolingual
δικτυώδης, -ες (Α) δίκτυον
δικτυοειδής, δικτυωτός.