σκιαγράφημα: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiagrafima
|Transliteration C=skiagrafima
|Beta Code=skiagra/fhma
|Beta Code=skiagra/fhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">painting with the shadows</b>, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>208e</span>; <b class="b3">κενὰ -ήματα τῆς διανοίας</b> <b class="b2">figments</b> of the imagination, <span class="bibl">Diog.Oen.7</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[painting with the shadows]], ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. ''Tht.''208e; <b class="b3">κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας</b> [[figments of the imagination]], Diog.Oen.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.
}}
{{ls
|lstext='''σκιᾱγράφημα''': τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. [[σκιαγραφία]]), [[ἐπειδὴ]] [[ἐγγὺς]] [[ὥσπερ]] σκιαγραφήματος [[γέγονα]] τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκιαγράφημα -ατος, τό [σκιαγραφέω] schildering met schaduweffect. Plat. Tht. 208e.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱγράφημα:''' ατος (ρᾰ) τό перспективное изображение Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱγράφημα:''' -ατος, τό, [[σχέδιο]], [[σκίτσο]], [[ιχνογράφημα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱγράφημα:''' -ατος, τό, [[σχέδιο]], [[σκίτσο]], [[ιχνογράφημα]], σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''σκιᾱγράφημα''': τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. [[σκιαγραφία]]), [[ἐπειδὴ]] [[ἐγγὺς]] [[ὥσπερ]] σκιαγραφήματος [[γέγονα]] τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]<br />a [[mere]] [[sketch]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφημα Medium diacritics: σκιαγράφημα Low diacritics: σκιαγράφημα Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΜΑ
Transliteration A: skiagráphēma Transliteration B: skiagraphēma Transliteration C: skiagrafima Beta Code: skiagra/fhma

English (LSJ)

-ατος, τό, painting with the shadows, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht.208e; κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.

German (Pape)

[Seite 897] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dessin ou peinture en perspective.
Étymologie: σκιαγραφέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαγράφημα -ατος, τό [σκιαγραφέω] schildering met schaduweffect. Plat. Tht. 208e.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱγράφημα: ατος (ρᾰ) τό перспективное изображение Plat.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α σκιαγραφώ
1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις
2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο
νεοελλ.
1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία
2. (μαθ.-φυσ.) το προϊόν της σκιαγραφίας
3. μτφ. περιγραφή πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές
αρχ.
φρ. «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας.

Greek Monotonic

σκῐᾱγράφημα: -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγράφημα: τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. σκιαγραφία), ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.

Middle Liddell

σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]
a mere sketch, Plat.