κηρύκειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirykeios
|Transliteration C=kirykeios
|Beta Code=khru/keios
|Beta Code=khru/keios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a herald]], γράμμα <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 784</span>; γραφή Anon. ap. Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, <span class="title">Schwyzer</span> 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).</span>
|Definition=κηρύκειον,<br><span class="bld">A</span> [[of a herald]], γράμμα S.''Fr.'' 784; γραφή Anon. ap. Suid.<br><span class="bld">II</span> Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of [[Apollo]], ''Schwyzer'' 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκειος Medium diacritics: κηρύκειος Low diacritics: κηρύκειος Capitals: ΚΗΡΥΚΕΙΟΣ
Transliteration A: kērýkeios Transliteration B: kērykeios Transliteration C: kirykeios Beta Code: khru/keios

English (LSJ)

κηρύκειον,
A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid.
II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.

Russian (Dvoretsky)

κηρύκειος: (ῡ) относящийся к глашатаю (γράμμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί του κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή του κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής του κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί του Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή του καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.