πασσαλίσκος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=passaliskos | |Transliteration C=passaliskos | ||
|Beta Code=passali/skos | |Beta Code=passali/skos | ||
|Definition=ὁ, Dim. of [[πάσσαλος]], | |Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[πάσσαλος]], Plb.''Fr.''163; used to force open the mouth, Hp. ''Mul.''2.203; esp. [[peg]] or [[pin in musical instruments]], <b class="b3">οἱ π. τῆς κιθάρας</b> Sch.Ar.''V.''572; = [[κόλλοψ]], ''EM''525.31. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] ὁ, dim. von [[πάσσαλος]], Mathem., bes. ein Wirbel an musikalischen Instrumenten, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πασσᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[πάσσαλος]], Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. [[κόλλοψ]], «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· [[ὡσαύτως]] πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ [[μέσον]]» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό, ΝΜΑ [[πάσσαλος]]<br />[[μικρός]] [[πάσσαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιατρικό [[εργαλείο]] για [[διάνοιξη]] και [[τήρηση]] του στόματος ανοιχτού<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) [[κόλλοψ]]<br /><b>3.</b> ο [[κυνόδοντας]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πάσσαλος, Plb.Fr.163; used to force open the mouth, Hp. Mul.2.203; esp. peg or pin in musical instruments, οἱ π. τῆς κιθάρας Sch.Ar.V.572; = κόλλοψ, EM525.31.
German (Pape)
[Seite 532] ὁ, dim. von πάσσαλος, Mathem., bes. ein Wirbel an musikalischen Instrumenten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πασσᾰλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πάσσαλος, Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. κόλλοψ, «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· ὡσαύτως πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ό, ΝΜΑ πάσσαλος
μικρός πάσσαλος
αρχ.
1. ιατρικό εργαλείο για διάνοιξη και τήρηση του στόματος ανοιχτού
2. (για μουσικά όργανα) κόλλοψ
3. ο κυνόδοντας.