διάζομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diazomai | |Transliteration C=diazomai | ||
|Beta Code=dia/zomai | |Beta Code=dia/zomai | ||
|Definition=[[set the warp in the loom]], i.e. [[begin the web]], | |Definition=[[set the warp in the loom]], i.e. [[begin the web]], Nicopho5; opp. <b class="b3">προφορεῖσθαι τὸν στήμονα</b>, Sch.Ar.''Av.''4; cf. [[δίασμα]]: [[διέζετο]] (post [[διαείδεται]])· διεσχίζετο, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται)· διεσχίζετο, Hsch.
Spanish (DGE)
1 colocar la urdimbre en el telar, comenzar el tejido ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, LXX Id.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores LXX Is.19.10, Sch.Ar.Au.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. ᾆσμα.
2 fig. urdir, configurar ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.Ps.138.13.
• Etimología: Comp. sobre la r. que da lugar a ἄττομαι q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.
Greek (Liddell-Scott)
διάζομαι: ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), ἀρχίζω νά ὑφαίνω (κοιν. «διάζομαι»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. δίασμα, ἄττομαι.
Greek Monolingual
(AM διάζομαι)
1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
2. επείγομαι, βιάζομαι
αρχ.
διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< άτ-ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε -ζω].
Frisk Etymological English
See also: s. ἄττομαι.
Frisk Etymology German
διάζομαι: {diázomai}
Grammar: v.
See also: s. ἄττομαι.
Page 1,383
German (Pape)
die Fäden auf dem Webstuhl aufziehen und das Geweb anfangen, indem man die Fäden kreuzt (διά, s. Lobeck paralip. 441), späterer Ausdruck für στῆσαι τὸν στήμονα, nach Poll. 7.32; nach B.A. 461 das att. ἄττομαι; vgl. Schol Ar. Av. 4.