πάτημα: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=patima | |Transliteration C=patima | ||
|Beta Code=pa/thma | |Beta Code=pa/thma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which is trodden: refuse, Gp.20.46.2: metaph., of persons, [[LXX]] ''Ez.''34.19, cf.''4 Ki.''19.26.<br><span class="bld">II</span> [[being trodden on]], Aret.''SD''2.12. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] τό, was zertreten oder getreten wird, Sp.; auch ein verachteter, beschimpfter Mensch. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάτημα''': τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «ἀποστραγγίδι», Γεωπ. 20. 46, 2· - τὰ πρόβατά μου τὸ [[πάτημα]] τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο, ἐπὶ πεπατημένης νομῆς, Ἑβδ. (Ἱεζεκιὴλ ΛΔ΄, 19). ΙΙ. τὸ καταπατεῖσθαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πατώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πατώ]], το [[βήμα]] («υπό τα [[θεία]] πατήματα», Κάλβ.)<br /><b>2.</b> η [[ενέργεια]] του [[πατώ]], το [[περπάτημα]], η [[περπατησιά]] («το [[πάτημα]] της πέρδικας»)<br /><b>3.</b> [[ίχνος]] ποδιού ανθρώπου ή ζώου, [[πατημασιά]], [[αχνάρι]] («λαγού πατήματα»)<br /><b>4.</b> η [[πίεση]], το [[στοίβαγμα]], το [[πατίκωμα]] («για να χωρέσουν τα ρούχα στην [[κασέλα]] θέλουν [[πάτημα]]»)<br /><b>5.</b> το [[χτύπημα]], το [[βάρεμα]] («το [[πάτημα]] τών παπουτσιών μού πλήγιασε τα πόδια»)<br /><b>6.</b> [[πίεση]] από [[πάνω]], ώθηση [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («το [[πάτημα]] του ηλεκτρικού κουμπιού»)<br /><b>7.</b> [[σύνθλιψη]] για [[εξαγωγή]] του χυμού («το [[πάτημα]] τών σταφυλιών»)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]], [[πλαστή]] [[δικαιολογία]] («βρήκε [[πάτημα]] για να τον διώξει»)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδρομή]], [[εισβολή]], [[άλωση]], [[κούρσεμα]] («το [[πάτημα]] της Τριπολιτσάς»)<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πατήματα</i> <b>μτφ.</b><br />η [[συμπεριφορά]], οι συνήθειες κάποιου, το πώς ζει και φέρεται («πήρε τα πατήματα του [[πατέρα]] του»)<br /><b>11.</b> το [[πλάτος]] του σκαλοπατιού ή του κατωφλιού<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτό που πατήθηκε με τα πόδια, το πατημένο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] [[πάνω]] στο οποίο πατάει [[κάποιος]], [[καθετί]] που πατιέται<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μηδαμινό, τιποτένιο [[πράγμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is trodden: refuse, Gp.20.46.2: metaph., of persons, LXX Ez.34.19, cf.4 Ki.19.26.
II being trodden on, Aret.SD2.12.
German (Pape)
[Seite 534] τό, was zertreten oder getreten wird, Sp.; auch ein verachteter, beschimpfter Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
πάτημα: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «ἀποστραγγίδι», Γεωπ. 20. 46, 2· - τὰ πρόβατά μου τὸ πάτημα τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο, ἐπὶ πεπατημένης νομῆς, Ἑβδ. (Ἱεζεκιὴλ ΛΔ΄, 19). ΙΙ. τὸ καταπατεῖσθαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πατώ
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.)
2. η ενέργεια του πατώ, το περπάτημα, η περπατησιά («το πάτημα της πέρδικας»)
3. ίχνος ποδιού ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά, αχνάρι («λαγού πατήματα»)
4. η πίεση, το στοίβαγμα, το πατίκωμα («για να χωρέσουν τα ρούχα στην κασέλα θέλουν πάτημα»)
5. το χτύπημα, το βάρεμα («το πάτημα τών παπουτσιών μού πλήγιασε τα πόδια»)
6. πίεση από πάνω, ώθηση προς μια κατεύθυνση («το πάτημα του ηλεκτρικού κουμπιού»)
7. σύνθλιψη για εξαγωγή του χυμού («το πάτημα τών σταφυλιών»)
8. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση, πλαστή δικαιολογία («βρήκε πάτημα για να τον διώξει»)
9. μτφ. επιδρομή, εισβολή, άλωση, κούρσεμα («το πάτημα της Τριπολιτσάς»)
10. στον πληθ. τα πατήματα μτφ.
η συμπεριφορά, οι συνήθειες κάποιου, το πώς ζει και φέρεται («πήρε τα πατήματα του πατέρα του»)
11. το πλάτος του σκαλοπατιού ή του κατωφλιού
(μσν.- αρχ.)
1. αυτό που πατήθηκε με τα πόδια, το πατημένο πράγμα
2. καθετί πάνω στο οποίο πατάει κάποιος, καθετί που πατιέται
2. μτφ. μηδαμινό, τιποτένιο πράγμα.