μεῖστος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meistos | |Transliteration C=meistos | ||
|Beta Code=mei=stos | |Beta Code=mei=stos | ||
|Definition=η, ον, Sup. of [[μείων]], [[least]], Hsch., | |Definition=η, ον, Sup. of [[μείων]], [[least]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.''Pl.''627: neut. as adverb, μεῖστον [[at least]], Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From [[μέ]]y-ιστος.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Sup. of μείων, least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as adverb, μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)
German (Pape)
[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.
French (Bailly abrégé)
v. μικρός.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.
Greek Monolingual
μεῖστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].
Greek Monotonic
μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.