πηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piktikos
|Transliteration C=piktikos
|Beta Code=phktiko/s
|Beta Code=phktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[freezing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span>: Comp., ib.<span class="bibl">5.14.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[coagulating]], [[curdling]], γάλακτος Dsc.1.128.</span>
|Definition=πηκτική, πηκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[freezing]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.1.3: Comp., ib.5.14.3.<br><span class="bld">2</span> [[coagulating]], [[curdling]], γάλακτος Dsc.1.128.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτικός Medium diacritics: πηκτικός Low diacritics: πηκτικός Capitals: ΠΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēktikós Transliteration B: pēktikos Transliteration C: piktikos Beta Code: phktiko/s

English (LSJ)

πηκτική, πηκτικόν,
A freezing, Thphr. CP 6.1.3: Comp., ib.5.14.3.
2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.

German (Pape)

[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.