ἐρέθισμα: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erethisma | |Transliteration C=erethisma | ||
|Beta Code=e)re/qisma | |Beta Code=e)re/qisma | ||
|Definition=ατος, τό, [[provocation]], | |Definition=-ατος, τό, [[provocation]], App.''Sam.''3; χορῶν ἐ. Ar.''Nu.''312 (pl.); <b class="b3">συμποσίων ἐ.</b>, of Anacreon, Critias I D.; <b class="b3">φύσας ἄγειν κάτω -ίσμασι</b>, i.e. by purging, Aret.''CA''2.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, provocation, App.Sam.3; χορῶν ἐ. Ar.Nu.312 (pl.); συμποσίων ἐ., of Anacreon, Critias I D.; φύσας ἄγειν κάτω -ίσμασι, i.e. by purging, Aret.CA2.5.
German (Pape)
[Seite 1023] τό, Reizung, Anreizung, εὐκελάδων χορὠν ἐρεθίσματα Ar. Nubb. 311, entweder reizende Chöre, od. mit Droysen "kämpfender Chöre Gesangeslust"; συμποσίων, der Reiz der Gastmähler, heißt Anakreon, Critias bei Ath. XIII, 600 d. – die Herausforderung, App. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 excitation, stimulant;
2 provocation ; compétition.
Étymologie: ἐρεθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέθισμα: ατος τό побудительное средство, возбуждение: χορῶν ἐρεθίσματα Arph. взаимное перекликание или перепляс хоров.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέθισμα: τό, τὸ ἐρεθίζειν, ἐρεθισμός, διέγερσις, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.· χορῶν ἐρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 312· συμποσίων ἐρ., λεγόμενον περὶ τοῦ Ἀνακρέοντος ὑπὸ τοῦ Κριτίου, Ἀθην. 600D.
Greek Monolingual
το (Α ἐρέθισμα) ερεθίζω
το αποτέλεσμα του ερεθίζω, η διέγερση σε οργή, η παρόξυνση, το θέλγητρο που παρακινεί σε κάτι («Εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα» — θελκτικοί χοροί, Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. καθετί που διεγείρει τα αισθητήρια νεύρα («εξωτερικό ερέθισμα της ακοής είναι ο ήχος»)
2. κάθε μεταβολή τών κανονικών όρων ζωής τών διαφόρων οργανισμών.
Greek Monotonic
ἐρέθισμα: -ατος, τό, υποκίνηση, παρακίνηση, διέγερση, ερέθισμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐρέθισμα, ατος, τό, [from ἐρέθιζω]
a stirring up, exciting, Ar.