μολύβδεος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdeos | |Transliteration C=molyvdeos | ||
|Beta Code=molu/bdeos | |Beta Code=molu/bdeos | ||
|Definition=α, ον, contr. | |Definition=α, ον, contr. [[μολυβδοῦς]], μολυβδῆ, μολυβδοῦν, [[leaden]], δελφίς Pherecr.12, cf. [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 41, ''IG''22.1012.43, ''PCair.Zen.''89.4 (iii B.C.), Ph.''Bel.''99.23 (-λιβδ- codd.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, contr. μολυβδοῦς, μολυβδῆ, μολυβδοῦν, leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Theophrastus De Odoribus 41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.
German (Pape)
[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.
Greek Monolingual
μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῦς και μολιβδοῦς, -ή, -οῦν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρεος, χρύσεος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].