ὑπερανίσταμαι: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperanistamai | |Transliteration C=yperanistamai | ||
|Beta Code=u(perani/stamai | |Beta Code=u(perani/stamai | ||
|Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[stand up]] or [[project over]], c. gen., | |Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[stand up]] or [[project over]], c. gen., D.H.1.15, 9.68: abs., Id.3.68, Luc.''Icar.''12: metaph., ταὧς ὑπερανεστηκώς [[strutting]], [[conceited]], Philostr.''Her.''15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s'élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι. | |btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />[[s'élever au-dessus]], [[dominer]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερανίσταμαι:''' [[высоко подниматься]], [[возвышаться]]: τὰ ὄρη ὑπερανεστηκότα Luc. уходящие ввысь горы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. | |lsmtext='''ὑπερανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[στέκομαι]] όρθιος ή [[προεξέχω]] [[επάνω]] από, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act. to [[stand]] up or [[project]] [[beyond]], Luc. | |mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act. to [[stand]] up or [[project]] [[beyond]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 and pf. Act., stand up or project over, c. gen., D.H.1.15, 9.68: abs., Id.3.68, Luc.Icar.12: metaph., ταὧς ὑπερανεστηκώς strutting, conceited, Philostr.Her.15.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.
French (Bailly abrégé)
seul. ao.2 ὑπερανέστην et pf. ὑπερανέστηκα;
s'élever au-dessus, dominer.
Étymologie: ὑπέρ, ἀνίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερανίσταμαι: высоко подниматься, возвышаться: τὰ ὄρη ὑπερανεστηκότα Luc. уходящие ввысь горы.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι ὄρθιος ἢ προεξέχω ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, ἐξέγερσις, ἔπαρσις, Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, ἀλαζονικός, ὁ αὐτ. 724. 2) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ἤτοι ὑψηλότερον».
Greek Monolingual
ΜΑ
στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.
β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.)
μσν.
υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)
αρχ.
1. φουσκωμένος, φαντασμένος («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο παγώνι, Φιλόστρ.)
2. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπερανεστηκός
η έπαρση, η αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, υψώνομαι»].
Greek Monotonic
ὑπερανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι όρθιος ή προεξέχω επάνω από, σε Λουκ.
Middle Liddell
Pass., with aor2 and perf. act. to stand up or project beyond, Luc.