χειροτεχνία: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirotechnia | |Transliteration C=cheirotechnia | ||
|Beta Code=xeirotexni/a | |Beta Code=xeirotexni/a | ||
|Definition=ἡ, [[handicraft]], βαναυσία καὶ χ. | |Definition=ἡ, [[handicraft]], βαναυσία καὶ χ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 590c: pl., <b class="b3">γεωργιῶν ἀπέχεσθαι.. καὶ χ.</b> ib.547d; <b class="b3">αἱ περὶ χειροτεχνίας</b> ἐπιστῆμαι Id.''Plt.''304b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, handicraft, βαναυσία καὶ χ. Pl.R. 590c: pl., γεωργιῶν ἀπέχεσθαι.. καὶ χ. ib.547d; αἱ περὶ χειροτεχνίας ἐπιστῆμαι Id.Plt.304b.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Handwerk, Kunst, die mit der Hand ausgeübt wird, καὶ βαναυσία, Plat. Rep. IX, 590 c Polit. 304 b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
profession manuelle.
Étymologie: χειροτέχνης.
Russian (Dvoretsky)
χειροτεχνία: ἡ ремесло, мастерство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτεχνία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ χειροτέχνου, βαναυσία καὶ χ. Πλάτ. Πολ. 590C· ἐν τῷ πληθ., γεωργιῶν ἀπέχεσθαι .. καὶ χ. αὐτόθι 547D· αἱ περὶ χειροτεχνίας ἐπιστῆμαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 304Β.
Greek Monolingual
η, ΝΑ χειροτέχνης
νεοελλ.
1. η με το χέρι και με τη βοήθεια απλών, στοιχειωδών εργαλείων και μηχανικών μέσων κατασκευή και καλλιτεχνική επεξεργασία χρηστικών αντικειμένων
2. το σχετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία
αρχ.
η εργασία του χειροτέχνη, του χειρώνακτα.
Greek Monotonic
χειροτεχνία: ἡ, εργασία με το χέρι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
χειροτεχνία, ἡ, [from χειροτέχνης
handicraft, Plat.
English (Woodhouse)
handicraft, trade, manual labour
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χειροτέχνης → χείρ + τέχνη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.