τηκόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tikolithos | |Transliteration C=tikolithos | ||
|Beta Code=thko/liqos | |Beta Code=thko/liqos | ||
|Definition= | |Definition=τηκόλιθον,<br><span class="bld">A</span> [[dissolving stones]], of a remedy for the stone, Plin. ''HN''36.143, Aët.12.64, Paul.Aeg.3.45.<br><span class="bld">II</span> a gem, Plin.''HN''37.184. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
τηκόλιθον,
A dissolving stones, of a remedy for the stone, Plin. HN36.143, Aët.12.64, Paul.Aeg.3.45.
II a gem, Plin.HN37.184.
Greek (Liddell-Scott)
τηκόλῐθος: -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, φάρμακον θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ τηκόλιθος, λίθος ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλόλιθος)].