πολυᾶϊξ: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyaiks | |Transliteration C=polyaiks | ||
|Beta Code=polua=i+c | |Beta Code=polua=i+c | ||
|Definition=[ᾱ], ικος, (ἀΐσσω) | |Definition=[ᾱ], ικος, ([[ἀΐσσω]]) [[much-rushing]], [[impetuous]], [[furious]], πόλεμος Il.1.165, Od. 11.314; <b class="b3">κάματος π.</b> weariness [[caused by impetuosity in fight]], Il.5.811. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυᾶϊξ''': [ᾱ], ῑκος, ([[ἀΐσσω]]) ὁ [[λίαν]] [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], μαινόμενος, [[πόλεμος]] Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Λ. 314· [[κάματος]] π., [[κόπωσις]] προερχομένη ἐκ τῆς εἰς τὸν πόλεμον ὁρμῆς, Ἰλ. Ε. 811. | |lstext='''πολυᾶϊξ''': [ᾱ], ῑκος, ([[ἀΐσσω]]) ὁ [[λίαν]] [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], μαινόμενος, [[πόλεμος]] Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Λ. 314· [[κάματος]] π., [[κόπωσις]] προερχομένη ἐκ τῆς εἰς τὸν πόλεμον ὁρμῆς, Ἰλ. Ε. 811. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ικος, (ἀΐσσω) much-rushing, impetuous, furious, πόλεμος Il.1.165, Od. 11.314; κάματος π. weariness caused by impetuosity in fight, Il.5.811.
Greek (Liddell-Scott)
πολυᾶϊξ: [ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω) ὁ λίαν ὁρμητικός, σφοδρός, μαινόμενος, πόλεμος Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Λ. 314· κάματος π., κόπωσις προερχομένη ἐκ τῆς εἰς τὸν πόλεμον ὁρμῆς, Ἰλ. Ε. 811.