ἀμφιάνακτες: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfianaktes
|Transliteration C=amfianaktes
|Beta Code=a)mfia/naktes
|Beta Code=a)mfia/naktes
|Definition=ων, οἱ, nickname of <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dithyrambic poets]], because their odes often began thus—<b class="b3">ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα</b> or <b class="b3">ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>595</span>. ἀμφιανακτίζω, [[sing dithyrambic hymns]], <span class="bibl">Cratin. 67</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>59</span>, cf. foreg.</span>
|Definition=ων, οἱ, nickname of [[dithyrambic poets]], because their odes often began thus—<b class="b3">ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα</b> or <b class="b3">ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ</b>, Sch.Ar.''Nu.''595.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ων, οἱ<br />[[los que están alrededor de los reyes]] mote de los poetas que empiezan sus versos con [[ἀμφί]] μοι [[αὖτις]] ἄνακτα Sch.Ar.<i>Nu</i>.595.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιάνακτες''': -ων, οἱ σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν διθυραμβοποιῶν, οἵτινες συνεχῶς ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν διθυράμβων οὓς ἐποίουν μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις: [[ἀμφί]] μοι [[αὖθις]] ἄνακτα, ἢ [[ἀμφί]] μοι [[αὖτε]], [[ἄναξ]]· ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 595 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἀμφιάνακτες''': -ων, οἱ σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν διθυραμβοποιῶν, οἵτινες συνεχῶς ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν διθυράμβων οὓς ἐποίουν μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις: [[ἀμφί]] μοι [[αὖθις]] ἄνακτα, ἢ [[ἀμφί]] μοι [[αὖτε]], [[ἄναξ]]· ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 595 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ων, οἱ<br />[[los que están alrededor de los reyes]] mote de los poetas que empiezan sus versos con [[ἀμφί]] μοι [[αὖτις]] ἄνακτα Sch.Ar.<i>Nu</i>.595.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιάνακτες]], οι (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] τών διθυραμβοποιών, [[γιατί]] στα προοίμια τών διθυράμβων τους [[συνήθως]] άρχιζαν με τη [[φράση]] «[[ἀμφί]] μοι [[αὖθις]] ἄνακτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄναξ]], <i>ἄνακτος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιανακτίζω]].
|mltxt=[[ἀμφιάνακτες]], οι (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] τών διθυραμβοποιών, [[γιατί]] στα προοίμια τών διθυράμβων τους [[συνήθως]] άρχιζαν με τη [[φράση]] «[[ἀμφί]] μοι [[αὖθις]] ἄνακτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄναξ]], <i>ἄνακτος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιανακτίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιάνακτες Medium diacritics: ἀμφιάνακτες Low diacritics: αμφιάνακτες Capitals: ΑΜΦΙΑΝΑΚΤΕΣ
Transliteration A: amphiánaktes Transliteration B: amphianaktes Transliteration C: amfianaktes Beta Code: a)mfia/naktes

English (LSJ)

ων, οἱ, nickname of dithyrambic poets, because their odes often began thus—ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα or ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ, Sch.Ar.Nu.595.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
los que están alrededor de los reyes mote de los poetas que empiezan sus versos con ἀμφί μοι αὖτις ἄνακτα Sch.Ar.Nu.595.

German (Pape)

[Seite 136] sollen nach Schol. Ar. Nubb. 586 u. Suid. die Dithyrambendichter von dem so gewöhnlichen Anfang ihrer Lieder: ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ' ἄναξ, genannt sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιάνακτες: -ων, οἱ σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν διθυραμβοποιῶν, οἵτινες συνεχῶς ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν διθυράμβων οὓς ἐποίουν μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις: ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα, ἢ ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ· ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 595 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἀμφιάνακτες, οι (Α)
σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + ἄναξ, ἄνακτος.
ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω.