πολεμηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polemidokos
|Transliteration C=polemidokos
|Beta Code=polemhdo/kos
|Beta Code=polemhdo/kos
|Definition=Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">war-sustaining</b>, epith. of Pallas, <span class="bibl">Alc.9</span> (prob.), <span class="bibl">Lamprocl. 1</span>, <span class="bibl">Phryn.Com.72</span>, <span class="title">IGRom.</span> 4.360.14 (Pergam.); ; also π. ὅπλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.13</span>.</span>
|Definition=Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, [[war-sustaining]], [[epithet]] of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, ''IGRom.'' 4.360.14 (Pergam.); also π. ὅπλα Pi.''P.''10.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος &#91;[[πόλεμος]], [[δέχομαι]]] [[krijgszuchtig]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δωρ. τ. [[πολεμαδόκος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέκομαι]] / [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
|mltxt=δωρ. τ. [[πολεμαδόκος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέκομαι]] / [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολεμη-[[δόκος]], δοριξ πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ, [[δέχομαι]]<br />war-sustaining, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμηδόκος Medium diacritics: πολεμηδόκος Low diacritics: πολεμηδόκος Capitals: ΠΟΛΕΜΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: polemēdókos Transliteration B: polemēdokos Transliteration C: polemidokos Beta Code: polemhdo/kos

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, war-sustaining, epithet of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.); also π. ὅπλα Pi.P.10.13.

German (Pape)

[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.

Russian (Dvoretsky)

πολεμηδόκος: дор. πολεμᾱδόκος 2 приемлющий войну, т. е. воинственный (ὅπλα Pind.; Ἀθηναία Anth.).

Greek Monolingual

δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.

Greek Monotonic

πολεμηδόκος: Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ (δέχομαι), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.

Middle Liddell

πολεμη-δόκος, δοριξ πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ, δέχομαι
war-sustaining, Pind.