σανδαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandaliskos
|Transliteration C=sandaliskos
|Beta Code=sandali/skos
|Beta Code=sandali/skos
|Definition=ὁ, Dim. of <b class="b3">σάνδαλον</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 406</span> (s.v.l., <b class="b3">τὸ -κον</b> Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. <b class="b3">-ίσκα</b>, <span class="bibl">Hippon.18</span>.
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[σάνδαλον]], Ar.''Ra.'' 406 (s.v.l., <b class="b3">τὸ σανδαλίσκον</b> Blass):—also [[σαμβαλίσκος]], ὁ, heterocl. pl. <b class="b3">σανδαλίσκα</b>, Hippon.18.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, dim. von [[σάνδαλον]], Ar. Ran. 405.
}}
{{elru
|elrutext='''σανδᾰλίσκος:''' ὁ [demin. к [[σάνδαλον]] Arph. = [[σανδάλιον]].
}}
{{ls
|lstext='''σανδᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ [[σάνδαλον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, και αιολ. τ. [[σαμβαλίσκος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρό [[σάνδαλο]], μικρό [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] / [[σάμβαλον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[οβελίσκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σανδᾰλίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[σάνδαλον]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of [[σάνδαλον]], Ar.]
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδαλίσκος Medium diacritics: σανδαλίσκος Low diacritics: σανδαλίσκος Capitals: ΣΑΝΔΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sandalískos Transliteration B: sandaliskos Transliteration C: sandaliskos Beta Code: sandali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ σανδαλίσκον Blass):—also σαμβαλίσκος, ὁ, heterocl. pl. σανδαλίσκα, Hippon.18.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰλίσκος: ὁ [demin. к σάνδαλον Arph. = σανδάλιον.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.

Greek Monolingual

ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].

Greek Monotonic

σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of σάνδαλον, Ar.]