ὑποκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
(6_13b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypokathezomai
|Transliteration C=ypokathezomai
|Beta Code=u(pokaqe/zomai
|Beta Code=u(pokaqe/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lie in ambush</b>, Anon. ap. Suid., <span class="bibl">Onos.6.7</span>; late aor. <b class="b3">ὑποκαθεσθῆναι</b>, <b class="b2">sink, settle down</b>, Sch.<span class="bibl">Th.3.89</span>, <span class="title">Gp.</span>6.18 (v.l. [[ἐπικ-]]).</span>
|Definition=[[lie in ambush]], Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, [[sink]], [[settle down]], Sch.Th.3.89, ''Gp.''6.18 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπικαθέζομαι]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.).
|lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> (ο παθ. αόρ.) <i>ὑποκαθέσθην</i><br />έπαθα [[καθίζηση]] («τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθομαι]] [[κάπου]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] και, [[κυρίως]], [[στήνω]] [[ενέδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαθέζομαι Medium diacritics: ὑποκαθέζομαι Low diacritics: υποκαθέζομαι Capitals: ΥΠΟΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypokathézomai Transliteration B: hypokathezomai Transliteration C: ypokathezomai Beta Code: u(pokaqe/zomai

English (LSJ)

lie in ambush, Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, sink, settle down, Sch.Th.3.89, Gp.6.18 (v.l. ἐπικαθέζομαι).

German (Pape)

[Seite 1218] (s. ἕζομαι), = ὑποκάθημαι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. καθέζομαι κρυφίως, χάριν ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ μέρος τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· εἶναι πλημμ. γραφ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
(αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην
έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.)
αρχ.
κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθέζομαι «κάθομαι»].