φιλίατρος: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filiatros | |Transliteration C=filiatros | ||
|Beta Code=fili/atros | |Beta Code=fili/atros | ||
|Definition= | |Definition=φιλίατρον, [[friend of the art of medicine]], A.D.''Pron.''12.10, Gal.6.269, 13.636, Ptol.''Tetr.''160. Adv. [[φιλιάτρως]] Apollon.Cit.1, cf. [[φιλοΐατρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλίᾱτρος''': -ον, φίλος τῆς ἰατρικῆς τέχνης ἢ ὁ ἀκούσας τὰ πρῶτα μόνον μαθήματα τῆς ἰατρικῆς, «τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, οὓς ὀνόματι κοινῷ προσαγορεύουσιν [[ἔνιοι]] φιλιάτρους, ἐν τοῖς πρώτοις [[δηλονότι]] μαθήμασι γεγονότας» Γαλην. 6, σ. 262, 12. | |lstext='''φῐλίᾱτρος''': -ον, φίλος τῆς ἰατρικῆς τέχνης ἢ ὁ ἀκούσας τὰ πρῶτα μόνον μαθήματα τῆς ἰατρικῆς, «τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, οὓς ὀνόματι κοινῷ προσαγορεύουσιν [[ἔνιοι]] φιλιάτρους, ἐν τοῖς πρώτοις [[δηλονότι]] μαθήμασι γεγονότας» Γαλην. 6, σ. 262, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φιλοΐατρος]], -ον, Α<br />αυτός που αγαπά την ιατρική [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλιάτρως</i> Α<br />με [[αγάπη]] για την ιατρική [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰατρός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλίατρον, friend of the art of medicine, A.D.Pron.12.10, Gal.6.269, 13.636, Ptol.Tetr.160. Adv. φιλιάτρως Apollon.Cit.1, cf. φιλοΐατρος.
German (Pape)
[Seite 1278] Freund, Liebhaber der Arzneikunst, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλίᾱτρος: -ον, φίλος τῆς ἰατρικῆς τέχνης ἢ ὁ ἀκούσας τὰ πρῶτα μόνον μαθήματα τῆς ἰατρικῆς, «τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, οὓς ὀνόματι κοινῷ προσαγορεύουσιν ἔνιοι φιλιάτρους, ἐν τοῖς πρώτοις δηλονότι μαθήμασι γεγονότας» Γαλην. 6, σ. 262, 12.
Greek Monolingual
και φιλοΐατρος, -ον, Α
αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη.
επίρρ...
φιλιάτρως Α
με αγάπη για την ιατρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἰατρός.