ψύδραξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psydraks
|Transliteration C=psydraks
|Beta Code=yu/drac
|Beta Code=yu/drac
|Definition=ᾰκος, ἡ<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα <span class="bibl"><span class="title">EM</span>819.10</span>.</span>
|Definition=ᾰκος, ἡ<br><span class="bld">A</span>, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα ''EM''819.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. [[ψυδράκιον]], το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. [[ψυδράκιον]], το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.
}}
{{ls
|lstext='''ψύδραξ''': -ακος, ὁ, λευκὴ [[φλύκταινα]] ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης, [[φλύκταινα]] τοῦ ψεύδους, [[ἐπειδὴ]] ἐλέγετο ὅτι ἐκ τῆς ψευδολογίας ἐσχηματίζετο, = [[ψεῦμα]], ὃ ἴδε· [[οὕτως]] ὑποκορ. ψυδράκιον, τό, Διοσκ. 5. 126, Γαλην., κλπ.· - [[καθόλου]], [[φλύκταινα]], [[ἕλκωσις]] ἐπί τοῦ σώματος, [[ἐξάνθημα]], ὁ αὐτ.· - [[ἐντεῦθεν]] ψυδρακόω, πληρῶ ἐξανθημάτων, Γαλην. 13. 784.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ΜΑ<br />[[φυσαλλίδα]] στο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάνθημα]] στο [[στόμα]], [[άφθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψύδ</i>-<i>ρ</i>-<i>αξ</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ψεύδομαι]]) και έχει σχηματιστεί με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψυδρός]]) και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[κόλαξ]])].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ψύδραξ''': -ακος<br />{psúdraks}<br />'''Grammar''': f. (''EM ''819, 10)<br />'''Meaning''': [[Pustel]], [[Bläschen]], am Kopf, am Augenlid, an der Nase, auf der Zunge; -ακόω [[eine Pustel bilden]] (Mediz.).<br />'''Derivative''': mit -άκιον n. (Dsk., Kyran., Sch. Theok. 12, 24)<br />'''Etymology''': Nach Sch. a.O., weil sie den Lügner ([[ψυδρός]]) verrieten; sie wurden auch ψεύδεα und ψεύσματα benannt. Vgl. Theok. 9, 30 und 12, 24, dazu Kaibel ''Com''. ''Gr''. ''Fr''. I S. 218. — Nach Grošelj Živa Ant. 7, 44 dagegen zur Sippe von [[ψῆν]] (wie auch ψυδνὴ [[χέρσος]]· [[ἀραιά]], ὀλίγη H.). Zur Sache noch Strömberg Wortstud. 93.<br />'''Page''' 2,1140
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύδραξ Medium diacritics: ψύδραξ Low diacritics: ψύδραξ Capitals: ΨΥΔΡΑΞ
Transliteration A: psýdrax Transliteration B: psydrax Transliteration C: psydraks Beta Code: yu/drac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ
A, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα EM819.10.

German (Pape)

[Seite 1402] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. ψυδράκιον, το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ψύδραξ: -ακος, ὁ, λευκὴ φλύκταινα ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης, φλύκταινα τοῦ ψεύδους, ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἐκ τῆς ψευδολογίας ἐσχηματίζετο, = ψεῦμα, ὃ ἴδε· οὕτως ὑποκορ. ψυδράκιον, τό, Διοσκ. 5. 126, Γαλην., κλπ.· - καθόλου, φλύκταινα, ἕλκωσις ἐπί τοῦ σώματος, ἐξάνθημα, ὁ αὐτ.· - ἐντεῦθεν ψυδρακόω, πληρῶ ἐξανθημάτων, Γαλην. 13. 784.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
φυσαλλίδα στο δέρμα
αρχ.
εξάνθημα στο στόμα, άφθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ-ρ-αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα bhes- «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα -ρ- (πρβλ. ψυδρός) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλαξ)].

Frisk Etymology German

ψύδραξ: -ακος
{psúdraks}
Grammar: f. (EM 819, 10)
Meaning: Pustel, Bläschen, am Kopf, am Augenlid, an der Nase, auf der Zunge; -ακόω eine Pustel bilden (Mediz.).
Derivative: mit -άκιον n. (Dsk., Kyran., Sch. Theok. 12, 24)
Etymology: Nach Sch. a.O., weil sie den Lügner (ψυδρός) verrieten; sie wurden auch ψεύδεα und ψεύσματα benannt. Vgl. Theok. 9, 30 und 12, 24, dazu Kaibel Com. Gr. Fr. I S. 218. — Nach Grošelj Živa Ant. 7, 44 dagegen zur Sippe von ψῆν (wie auch ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη H.). Zur Sache noch Strömberg Wortstud. 93.
Page 2,1140