ἀνακυκλικός: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anakyklikos | |Transliteration C=anakyklikos | ||
|Beta Code=a)nakukliko/s | |Beta Code=a)nakukliko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνακυκλική, ἀνακυκλικόν, [[easy to turn round]], of a verse that will read either backwards or forwards, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν ''AP''6.323 tit. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακυκλῐκός:''' обратимый, т. е. могущий быть прочтенным в обратном направлении Anth. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνακυκλικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] νὰ ἀναστραφῇ, ἐπὶ στίχου [[ὅπερ]] δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ὀπισθοδρομικῶς, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν, ἐπιγραφὴ ποιήματος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 323. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακυκλικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[ανακύκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιστρέφεται εύκολα, ([[στίχος]]) που διαβάζεται αναδρομικά, από το [[τέλος]] [[προς]] την [[αρχή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνακυκλική, ἀνακυκλικόν, easy to turn round, of a verse that will read either backwards or forwards, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν AP6.323 tit.
German (Pape)
[Seite 194] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323).
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυκλῐκός: обратимый, т. е. могущий быть прочтенным в обратном направлении Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλικός: -ή, -όν, εὔκολος νὰ ἀναστραφῇ, ἐπὶ στίχου ὅπερ δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ὀπισθοδρομικῶς, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν, ἐπιγραφὴ ποιήματος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 323.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακυκλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με ανακύκληση
αρχ.
αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή.