ψιλικός: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilikos
|Transliteration C=psilikos
|Beta Code=yiliko/s
|Beta Code=yiliko/s
|Definition=ή, όν, [[of]] or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ</b>., = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], <span class="bibl">D.S.15.32</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span> 8</span>.
|Definition=ψιλική, ψιλικόν, of or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ.</b>, = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], D.S.15.32, cf. Luc.''Zeux.'' 8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψιλικός --όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
|elnltext=ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλῐκός Medium diacritics: ψιλικός Low diacritics: ψιλικός Capitals: ΨΙΛΙΚΟΣ
Transliteration A: psilikós Transliteration B: psilikos Transliteration C: psilikos Beta Code: yiliko/s

English (LSJ)

ψιλική, ψιλικόν, of or for a light-armed soldier: τὰ ψ., = οἱ ψιλοί, the light troops, D.S.15.32, cf. Luc.Zeux. 8.

German (Pape)

[Seite 1399] zum ψιλός gehörig, ihn betreffend, Luc. Zeux. 8; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.
Étymologie: ψιλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψιλός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη
2. (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ψιλικόν ή τὰ ψιλικά
οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες.

Greek Monotonic

ψῑλῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ελαφρώς οπλισμένο στρατιώτη (ψιλός)· τὰ ψιλικά = οἱ ψιλοί, οι ελαφρώς οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, (ψιλός)· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.

Middle Liddell

ψῑλῐκός, ή, όν
of or for a light-armed soldier (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the light troops, Luc.