ἑπταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eptaplasios
|Transliteration C=eptaplasios
|Beta Code=e(ptapla/sios
|Beta Code=e(ptapla/sios
|Definition=[πλᾰ], α, ον, [[sevenfold]], -πλασίῳ φαυλότερος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>332a</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">in Nic.</span>p.102</span> P. Adv. -ιως <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>11(12).6</span>,al.
|Definition=[πλᾰ], α, ον, [[sevenfold]], ἑπταπλασίῳ φαυλότερος Pl.''Ep.''332a, cf. Iamb.''in Nic.''p.102 P. Adv. [[ἑπταπλασίως]] [[LXX]] ''Ps.''11(12).6,al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταπλάσιος Medium diacritics: ἑπταπλάσιος Low diacritics: επταπλάσιος Capitals: ΕΠΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: heptaplásios Transliteration B: heptaplasios Transliteration C: eptaplasios Beta Code: e(ptapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον, sevenfold, ἑπταπλασίῳ φαυλότερος Pl.Ep.332a, cf. Iamb.in Nic.p.102 P. Adv. ἑπταπλασίως LXX Ps.11(12).6,al.

German (Pape)

[Seite 1013] Plat. Ep. 7, 332 a, u. ἑπταπλασίων, siebenfach, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰπλάσιος: (ᾰ) семикратный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἑπτάκις τόσος, Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31).

Greek Monolingual

και εφταπλάσιος, -α, -ο (AM ἑπταπλάσιος, -ία, -ον)
1. επτά φορές μεγαλύτερος
2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ.
3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.).
επίρρ...
επταπλασίως και επταπλάσια
(AM ἑπταπλασίως)
επτά φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.