κάναθρον: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanathron | |Transliteration C=kanathron | ||
|Beta Code=ka/naqron | |Beta Code=ka/naqron | ||
|Definition=or better κάνναθρον, τό, (κάννα) | |Definition=or better [[κάνναθρον]], τό, ([[κάννα]]) [[cane]] or [[wicker carriage]], X.''Ages.''8.7, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Eust.1344.44. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] τό, auch [[κάνναθρον]] geschrieben (vgl. [[κάνη]], [[κάννα]]), der Wagenkorb von Rohrgeflecht, Korbwagen, πολιτικόν, dessen die gemeinen Bürger sich bedienen, Xen. Ages. 8, 7; Plut., wo er diese Stelle erwähnt, Ages. 19, setzt hinzu κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] τό, auch [[κάνναθρον]] geschrieben (vgl. [[κάνη]], [[κάννα]]), der Wagenkorb von Rohrgeflecht, Korbwagen, πολιτικόν, dessen die gemeinen Bürger sich bedienen, Xen. Ages. 8, 7; Plut., wo er diese Stelle erwähnt, Ages. 19, setzt hinzu κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />charrette <i>ou</i> voiture recouverte de nattes de jonc <i>ou</i> d'osier.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάνᾰθρον:''' τό повозка из тростника: κ. [[πολιτικόν]] Xen. обычная повозка с плетеным кузовом; κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν [[οἷς]] κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς Plut. канатрами называют деревянные изображения грифов и (баснословных) козлооленей, в которых перевозят (спартанских) девушек в торжественных шествиях. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάναθρον''': ἢ [[κάνναθρον]], τό, ([[κάννα]]) [[ἅμαξα]] ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· [[ἀστράβη]] ἢ [[ἅμαξα]] πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, [[ὅταν]] εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· [[ἔνιοι]] δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ [[θυγάτηρ]] [[αὐτοῦ]] δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς» | |lstext='''κάναθρον''': ἢ [[κάνναθρον]], τό, ([[κάννα]]) [[ἅμαξα]] ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· [[ἀστράβη]] ἢ [[ἅμαξα]] πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, [[ὅταν]] εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· [[ἔνιοι]] δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ [[θυγάτηρ]] [[αὐτοῦ]] δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς» | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κάνναθρον]] / [[κάναθρον]] και [[κάνναθρον]], τὸ (Α)<br />ξύλινη [[άμαξα]] που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> δηλωτική του οργάνου ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[κάνναθρον]] / [[κάναθρον]] και [[κάνναθρον]], τὸ (Α)<br />ξύλινη [[άμαξα]] που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> δηλωτική του οργάνου ([[πρβλ]]. [[θορύβηθρον]], [[φόρεθρον]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό -<i>αθρον</i> που συνδέεται με μια μη ασφαλώς παραδεδομένη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>ἄθρας</i><br />[[ἅρμα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάναθρον:''' ή συνηθέστερα [[κάνναθρον]], τό ([[κάννα]]), καλαμένια [[άμαξα]] ή [[άμαξα]] από [[λυγαριά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κάναθρον:''' ή συνηθέστερα [[κάνναθρον]], τό ([[κάννα]]), καλαμένια [[άμαξα]] ή [[άμαξα]] από [[λυγαριά]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κάνναθρον]], ου, τό, [[κάννα]]<br />a [[cane]] or [[wicker]] [[carriage]], Xen. | |mdlsjtxt=[[κάνναθρον]], ου, τό, [[κάννα]]<br />a [[cane]] or [[wicker]] [[carriage]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
or better κάνναθρον, τό, (κάννα) cane or wicker carriage, X.Ages.8.7, cf. Hsch., Eust.1344.44.
German (Pape)
[Seite 1319] τό, auch κάνναθρον geschrieben (vgl. κάνη, κάννα), der Wagenkorb von Rohrgeflecht, Korbwagen, πολιτικόν, dessen die gemeinen Bürger sich bedienen, Xen. Ages. 8, 7; Plut., wo er diese Stelle erwähnt, Ages. 19, setzt hinzu κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
charrette ou voiture recouverte de nattes de jonc ou d'osier.
Étymologie: κάνης.
Russian (Dvoretsky)
κάνᾰθρον: τό повозка из тростника: κ. πολιτικόν Xen. обычная повозка с плетеным кузовом; κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς Plut. канатрами называют деревянные изображения грифов и (баснословных) козлооленей, в которых перевозят (спартанских) девушек в торжественных шествиях.
Greek (Liddell-Scott)
κάναθρον: ἢ κάνναθρον, τό, (κάννα) ἅμαξα ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· ἀστράβη ἢ ἅμαξα πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, ὅταν εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· ἔνιοι δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ αὐτοῦ λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς»
Greek Monolingual
και κάνναθρον / κάναθρον και κάνναθρον, τὸ (Α)
ξύλινη άμαξα που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. -θρον δηλωτική του οργάνου (πρβλ. θορύβηθρον, φόρεθρον). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό -αθρον που συνδέεται με μια μη ασφαλώς παραδεδομένη γλώσσα του Ησυχίου ἄθρας
ἅρμα].
Greek Monotonic
κάναθρον: ή συνηθέστερα κάνναθρον, τό (κάννα), καλαμένια άμαξα ή άμαξα από λυγαριά, σε Ξεν.