μελαγκευθής: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melagkefthis | |Transliteration C=melagkefthis | ||
|Beta Code=melagkeuqh/s | |Beta Code=melagkeuqh/s | ||
|Definition= | |Definition=μελαγκευθές, [[shrouded in gloom]], εἴδωλον B. ''Fr.''25; [[carrying darkness]] (i.e. dark rain) [[in its bosom]], νέφος Id.3.55 (prob.l.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
μελαγκευθές, shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
Greek Monolingual
μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγκευθής].