πορνοτελώνης: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pornotelonis
|Transliteration C=pornotelonis
|Beta Code=pornotelw/nhs
|Beta Code=pornotelw/nhs
|Definition=ου, ὁ, at Athens, [[farmer of the]] <b class="b3">πορνικὸν τέλος</b>, <span class="bibl">Philonid.5</span>: nickname for [[tax-gatherers]], <span class="bibl">Poll.9.29</span>.
|Definition=πορνοτελώνου, ὁ, at Athens, [[farmer]] of the <b class="b3">πορνικὸν τέλος</b>, Philonid.5: nickname for [[tax-gatherers]], Poll.9.29.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοτελώνης Medium diacritics: πορνοτελώνης Low diacritics: πορνοτελώνης Capitals: ΠΟΡΝΟΤΕΛΩΝΗΣ
Transliteration A: pornotelṓnēs Transliteration B: pornotelōnēs Transliteration C: pornotelonis Beta Code: pornotelw/nhs

English (LSJ)

πορνοτελώνου, ὁ, at Athens, farmer of the πορνικὸν τέλος, Philonid.5: nickname for tax-gatherers, Poll.9.29.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, in Athen derjenige, der vom Rathe die Hurensteuer, πορνικὸν τέλος, gepachtet hatte, Philonids. com. Poll. 9, 29; Böckh's Staatshaush. I p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοτελώνης: -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ τελώνης τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν τέλος, Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ τελώνης τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν τέλος ὄνομα τῶν εἰσπραττόντων φόρους, Πολυδ. Θ΄, 29.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα)
1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος
2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης.