σφηνοειδής: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfinoeidis | |Transliteration C=sfinoeidis | ||
|Beta Code=sfhnoeidh/s | |Beta Code=sfhnoeidh/s | ||
|Definition=ές, < | |Definition=σφηνοειδές, [[wedge-shaped]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.6.8, Ascl.''Tact.''7.2, Heliod. ap. Orib.49.4.35, Gal.2.752. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφηνοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] σφηνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Ὀρειβάσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που μοιάζει με [[σφήνα]] ως [[προς]] το [[σχήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σφηνοειδές</i><br /><b>(κρυσταλλ.)</b> κρυσταλλική [[μορφή]] που απαντά στο μονοκλινές [[σύστημα]] και αποτελείται από δύο μη παράλληλες έδρες, συμμετρικές ως [[προς]] άξονα συμμετρίας 2ης ή 4ης τάξης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφηνοειδής]] [[γραφή]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[σύστημα]] [[γραφής]] που επινοήθηκε από τους αρχαίους Σουμερίους και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην αρχαία Μέση Ανατολή [[κατά]] τις [[τρεις]] τελευταίες χιλιετίες προ Χριστού<br />β) «σφηνοειδές [[δίκαιο]]» — το [[σύνολο]] τών νόμων που [[είναι]] γραμμένοι σε σφηνοειδή [[γραφή]], το οποίο περιλαμβάνει τη [[νομοθεσία]] τών περισσότερων αρχαίων λαών της Μέσης Ανατολής<br />γ) «σφηνοειδές [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> [[οστό]] του κρανίου το οποίο βρίσκεται [[μεταξύ]] του ηθμοειδούς [[προς]] τα [[εμπρός]] και του ινιακού οστού [[προς]] τα [[πίσω]]<br />δ) «[[σφηνοειδής]] [[κόλπος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κοιλότητα]] [[μέσα]] στο [[σώμα]] του σφηνοειδούς οστού, η οποία εκβάλλει στο [[κύτος]] της [[μύτης]]<br />ε) «σφηνοειδή οστά (του ταρσού)»<br /><b>ανατ.</b> [[τρία]] οστά του πρόσθιου στοίχου του ταρσού, αριθμούμενα από το έσω [[χείλος]] του άκρου ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[keilförmig]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
σφηνοειδές, wedge-shaped, Thphr. CP 1.6.8, Ascl.Tact.7.2, Heliod. ap. Orib.49.4.35, Gal.2.752.
Greek (Liddell-Scott)
σφηνοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα σφηνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Ὀρειβάσ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με σφήνα ως προς το σχήμα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σφηνοειδές
(κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο μονοκλινές σύστημα και αποτελείται από δύο μη παράλληλες έδρες, συμμετρικές ως προς άξονα συμμετρίας 2ης ή 4ης τάξης
2. φρ. α) «σφηνοειδής γραφή»
γλωσσ. σύστημα γραφής που επινοήθηκε από τους αρχαίους Σουμερίους και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην αρχαία Μέση Ανατολή κατά τις τρεις τελευταίες χιλιετίες προ Χριστού
β) «σφηνοειδές δίκαιο» — το σύνολο τών νόμων που είναι γραμμένοι σε σφηνοειδή γραφή, το οποίο περιλαμβάνει τη νομοθεσία τών περισσότερων αρχαίων λαών της Μέσης Ανατολής
γ) «σφηνοειδές οστό»
ανατ. οστό του κρανίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ του ηθμοειδούς προς τα εμπρός και του ινιακού οστού προς τα πίσω
δ) «σφηνοειδής κόλπος»
ανατ. κοιλότητα μέσα στο σώμα του σφηνοειδούς οστού, η οποία εκβάλλει στο κύτος της μύτης
ε) «σφηνοειδή οστά (του ταρσού)»
ανατ. τρία οστά του πρόσθιου στοίχου του ταρσού, αριθμούμενα από το έσω χείλος του άκρου ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -ειδής).
German (Pape)
ές, keilförmig, Sp.