συμμοριάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmoriarchis
|Transliteration C=symmoriarchis
|Beta Code=summoria/rxhs
|Beta Code=summoria/rxhs
|Definition=and συμμορ-ίαρχος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">president of a</b> <b class="b3">συμμορία</b>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>148</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>316.6</span>, al. (i A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.464.4</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=and [[συμμορίαρχος]], ὁ, [[president]] of a [[συμμορία]], Hyp.''Fr.''148, ''PTeb.''316.6, al. (i A.D.), ''PSI''5.464.4 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμοριάρχης''': καὶ -αρχος, ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.
|lstext='''συμμοριάρχης''': καὶ -αρχος, ὁ, ὁ [[πρόεδρος]] συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=και συμμορίαρχος, ὁ, Α<br />[[προϊστάμενος]] συμμορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμμορία]] «[στην αρχ. Αθήνα] [[ομάδα]] φορολογουμένων» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -[[άρχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμοριάρχης Medium diacritics: συμμοριάρχης Low diacritics: συμμοριάρχης Capitals: ΣΥΜΜΟΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: symmoriárchēs Transliteration B: symmoriarchēs Transliteration C: symmoriarchis Beta Code: summoria/rxhs

English (LSJ)

and συμμορίαρχος, ὁ, president of a συμμορία, Hyp.Fr.148, PTeb.316.6, al. (i A.D.), PSI5.464.4 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 983] ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.

Greek (Liddell-Scott)

συμμοριάρχης: καὶ -αρχος, ὁ, ὁ πρόεδρος συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και συμμορίαρχος, ὁ, Α
προϊστάμενος συμμορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία «[στην αρχ. Αθήνα] ομάδα φορολογουμένων» + -άρχης / -άρχος].