λιποστρατία: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipostratia | |Transliteration C=lipostratia | ||
|Beta Code=lipostrati/a | |Beta Code=lipostrati/a | ||
|Definition=ἡ, [[desertion from the army]], [[refusal to serve]], | |Definition=ἡ, [[desertion from the army]], [[refusal to serve]], Hdt.5.27, Th.6.76, D.H. 11.22:—also [[λιποστράτιον]], τό, Th.1.99, Ph.2.132. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, desertion from the army, refusal to serve, Hdt.5.27, Th.6.76, D.H. 11.22:—also λιποστράτιον, τό, Th.1.99, Ph.2.132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désertion miliaire.
Étymologie: λείπω, στρατιά.
German (Pape)
ἡ, v.l. für λειποστρατία, Thuc.
Russian (Dvoretsky)
λῐποστρατία: ион. λιποστρατίη ἡ бегство из армии, дезертирство Her.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποστρᾰτία: ἡ, ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοῦ, τὸ τὴν στρατιὰν ἐγκαταλιμπάνειν, Ἡρόδ. 5. 27, Θουκ. 6. 76· ― οὕτω, λιποστράτιον, τό, Θουκ. 1. 99· τοιοῦτοι δὲ τύποι εἶναι σπάνιοι ἐν τῇ ὀνομαστικῇ, πρβλ. λιπομαρτυρίου, λιποναυτίου, λιποταξίου· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
Greek Monolingual
η (Α λιποστρατία)
βλ. λιποστράτιος.
Greek Monotonic
λῐποστρᾰτία: ἡ, εγκατάλειψη στρατού, άρνηση να υπηρετήσει κάποιος στο στρατό, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
λῐπο-στρᾰτία, ἡ,
desertion of the army, refusal to serve, Hdt., Thuc.