οὐρία: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouria | |Transliteration C=ouria | ||
|Beta Code=ou)ri/a | |Beta Code=ou)ri/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> v. [[οὔριος]] II.2.<br><span class="bld">οὐρία</span>, ἡ, [[a water-bird]], Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A v. οὔριος II.2.
οὐρία, ἡ, a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.
German (Pape)
[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.
Russian (Dvoretsky)
οὐρία: ἡ (sc. πνοή) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας πλεῖν Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.
Frisk Etymology German
οὐρία: {ouría}
Grammar: f.
Meaning: N. eines entenähnlichen Wasservogels (Alex. Mynd. ap. Ath. 9, 395 e).
Etymology: Nach allgemeiner Annahme zu einem alten Wort für Wasser in lat. ūrīna usw., mit dem auch οὐρέω verbunden wird; s.d. m. Lit. und W.-Hofmann s. ūrīna.
Page 2,447