μηλάνθη: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=milanthi | |Transliteration C=milanthi | ||
|Beta Code=mhla/nqh | |Beta Code=mhla/nqh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[μηλολόνθη]], Herod.9a.2.<br><span class="bld">II</span> [[apple-blossom]], Philostr.''Im.''1.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = μηλολόνθη, Herod.9a.2.
II apple-blossom, Philostr.Im.1.28.
German (Pape)
[Seite 172] ἡ, = μηλολόνθη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μηλάνθη: ἡ, = μηλολόνθη, Εὐστ. Ἰλ. 1329, 26, προσέτι, μηλόνθη, αὐτόθι. 2) = ἄνθος μήλου, Φιλόστρ. 803, 12.
Greek Monolingual
μηλάνθη, ἡ (ΑΜ)
1. το έντομο μηλολόνθη
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη
εἶδος ζῷου μικροῦ»
3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῖζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»
4. άνθος μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].