πεπιστευμένως: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pepistevmenos
|Transliteration C=pepistevmenos
|Beta Code=pepisteume/nws
|Beta Code=pepisteume/nws
|Definition=Adv., (πιστεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">truly</b>, Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.<span class="title">Is.</span>25.1, <span class="title">Nu.</span>5.22, al.
|Definition=Adv., ([[πιστεύω]]) [[truly]], Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.''Rh.''1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.''Is.''25.1, ''Nu.''5.22, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.
|lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[αξιοπιστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπιστευμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πιστεύω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπιστευμένως Medium diacritics: πεπιστευμένως Low diacritics: πεπιστευμένως Capitals: ΠΕΠΙΣΤΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pepisteuménōs Transliteration B: pepisteumenōs Transliteration C: pepistevmenos Beta Code: pepisteume/nws

English (LSJ)

Adv., (πιστεύω) truly, Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.Rh.1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.Is.25.1, Nu.5.22, al.

Greek (Liddell-Scott)

πεπιστευμένως: Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με αξιοπιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιστευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πιστεύω].