ἀπολυτικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apolytikos
|Transliteration C=apolytikos
|Beta Code=a)polutiko/s
|Beta Code=a)polutiko/s
|Definition=ή, όν, [[disposed to acquit]]. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν τινός</b> to [[be minded to acquit]] one, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.4.25</span>.
|Definition=ἀπολυτική, ἀπολυτικόν, [[disposed to acquit]]. Adv. [[ἀπολυτικῶς]], ἔχειν τινός to [[be minded to acquit]] one, X.''HG''5.4.25.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῠτικός Medium diacritics: ἀπολυτικός Low diacritics: απολυτικός Capitals: ΑΠΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apolytikós Transliteration B: apolytikos Transliteration C: apolytikos Beta Code: a)polutiko/s

English (LSJ)

ἀπολυτική, ἀπολυτικόν, disposed to acquit. Adv. ἀπολυτικῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que puede ser soltado o liberado τῶν ἐκ τῆς ἀλογίας δεσμῶν Procl.in Euc.46.24.
2 que esta liberado de compromiso matrimonial de una mujer PNess.57.16 (VII d.C.).
3 absoluto primera de las cualidades (ποιότητες) del verbo, Dosith.406.
II adv. -ῶς en disposición de absolver ἀ. αὐτοῦ εἶχον estaban dispuestos a absolverlo X.HG 5.4.25.

German (Pape)

[Seite 313] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a de l'indulgence pour absoudre.
Étymologie: ἀπολύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀπολυτικός), -ή, -όν) απόλυσις
μσν.- νεοελλ.
ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή
αρχ.-μσν.
1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» — επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν
απολυτίκιο
αρχ.
αθωωτικός, απαλλακτικός.

Greek Monotonic

ἀπολῠτικός: -ή, -όν (ἀπολύω), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀπολύω
disposed to acquit:— adv., ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός to be minded to acquit one, Xen.