στενόσημος: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stenosimos
|Transliteration C=stenosimos
|Beta Code=steno/shmos
|Beta Code=steno/shmos
|Definition=ον, [[with narrow border]]: ἡ στενόσημος = Lat. [[tunica angusticlavia]], opp. [[πλατύσημος]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.24.12</span>.
|Definition=στενόσημον, [[with narrow border]]: ἡ στενόσημος = Lat. [[tunica angusticlavia]], opp. [[πλατύσημος]], Arr.''Epict.''1.24.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στενή [[παρυφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[στενόσημος]]<br />(στους Ρωμαίους) ο [[χιτώνας]] που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την [[τάξη]] τών δημοτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στενή [[παρυφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[στενόσημος]]<br />(στους Ρωμαίους) ο [[χιτώνας]] που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την [[τάξη]] τών δημοτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[πλατύσημος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόσημος Medium diacritics: στενόσημος Low diacritics: στενόσημος Capitals: ΣΤΕΝΟΣΗΜΟΣ
Transliteration A: stenósēmos Transliteration B: stenosēmos Transliteration C: stenosimos Beta Code: steno/shmos

English (LSJ)

στενόσημον, with narrow border: ἡ στενόσημος = Lat. tunica angusticlavia, opp. πλατύσημος, Arr.Epict.1.24.12.

German (Pape)

[Seite 935] mit schmalem Saume, Gegensatz πλατύσημος; ἡ στ., sc. ἐσθής, tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στενόσημος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν παρυφήν (οὔγιαν), στενὸν κράσπεδον, ἡ στενόσημος, τὸ παρὰ Ρωμαίοις tunica angust - clavia, ἀντίθετον τῷ πλατυσ-, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει στενή παρυφή
2. το θηλ. ως ουσ.στενόσημος
(στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύσημος].