λιπαυγής: Difference between revisions
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipavgis | |Transliteration C=lipavgis | ||
|Beta Code=lipaugh/s | |Beta Code=lipaugh/s | ||
|Definition= | |Definition=λιπαυγές, [[deserted by light]], [[dark]], [[sunless]], IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.''H.''18.2; [[blind]], AP9.13 (Pl. Jun.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
λιπαυγές, deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).
German (Pape)
[Seite 51] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sans lumière, sombre, obscur;
2 aveugle.
Étymologie: λείπω, αὐγή.
Russian (Dvoretsky)
λῐπαυγής: незрячий, слепой Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπαυγής: -ές, ἐστερημένος φωτός, σκοτεινός, ἀνήλιος, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· τυφλός, Ἀνθ. Π. 9. 13· ἐντεῦθεν λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
Greek Monolingual
λιπαυγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος
2. τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. διαυγής].
Greek Monotonic
λῐπαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιαγος, τυφλός, σε Ανθ.