συνταρρόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarroomai
|Transliteration C=syntarroomai
|Beta Code=suntarro/omai
|Beta Code=suntarro/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be full ofinterlacing roots</b>, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.7.7</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be full ofinterlacing roots]], ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.7.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνταρρόομαι''': Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, [[ὥστε]] συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.
|lstext='''συνταρρόομαι''': Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, [[ὥστε]] συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνταρρόομαι Medium diacritics: συνταρρόομαι Low diacritics: συνταρρόομαι Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: syntarróomai Transliteration B: syntarroomai Transliteration C: syntarroomai Beta Code: suntarro/omai

English (LSJ)

Pass., to be full ofinterlacing roots, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία Thphr. CP 3.7.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνταρρόομαι: Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, ὥστε συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.