καταφευκτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafefkteon | |Transliteration C=katafefkteon | ||
|Beta Code=katafeukte/on | |Beta Code=katafeukte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must fall back upon]], [[have recourse to]], ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.''Rh.Al.''1429a14; ἐπί τινα Luc.''Pisc.''3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφευκτέον:''' adj. verb. к [[καταφεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3. | |lstext='''καταφευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταφύγει, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
one must fall back upon, have recourse to, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.Rh.Al.1429a14; ἐπί τινα Luc.Pisc.3.
Russian (Dvoretsky)
καταφευκτέον: adj. verb. к καταφεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
καταφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3.
Greek Monotonic
καταφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να καταφύγει, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.