ἰθυωρίη: Difference between revisions
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithyorii | |Transliteration C=ithyorii | ||
|Beta Code=i)quwri/h | |Beta Code=i)quwri/h | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑθ], ἡ, Ion. for [[εὐθυωρία]], [[direction]], [[straightness]], of a limb, etc., Hp.''Off.''15 (pl.), ''Fract.''30, al. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθυωρίη]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[ευθυωρία]], [[φυσική]] ή φυσιολογική [[διεύθυνση]] ή [[θέση]] μέλους του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευθυωρία]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία, direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
Greek Monolingual
ἰθυωρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία].