ἡμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerofonos
|Transliteration C=imerofonos
|Beta Code=h(mero/fwnos
|Beta Code=h(mero/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heralding the day</b>, epith. of the cock, v.l. for [[ἱμερό-]], <span class="bibl">Simon.80B.</span></span>
|Definition=ἡμερόφωνον, [[heralding the day]], [[epithet]] of the [[cock]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἱμερόφωνος]], Simon.80B.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] den Tag rufend od. verkündend, der Hahn, Simonid. bei Ath. IX, 374 d.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμερόφωνος''': -ον, ὁ τὴν ἡμέραν ἀγγέλλων, ἐπίθ. τοῦ ἀλεκτρυόνος, [[Σίμων]]. (81 Bgk.) παρ’ Ἀθην. 374D, ἔκ τινος μεταγεν. χειρογρ., τὰ λοιπὰ ἔχουσιν ἱμερόφ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την [[άφιξη]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>φωνος υψηλό</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόφωνος Medium diacritics: ἡμερόφωνος Low diacritics: ημερόφωνος Capitals: ΗΜΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hēmeróphōnos Transliteration B: hēmerophōnos Transliteration C: imerofonos Beta Code: h(mero/fwnos

English (LSJ)

ἡμερόφωνον, heralding the day, epithet of the cock, v.l. for ἱμερόφωνος, Simon.80B.

German (Pape)

[Seite 1166] den Tag rufend od. verkündend, der Hahn, Simonid. bei Ath. IX, 374 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφωνος: -ον, ὁ τὴν ἡμέραν ἀγγέλλων, ἐπίθ. τοῦ ἀλεκτρυόνος, Σίμων. (81 Bgk.) παρ’ Ἀθην. 374D, ἔκ τινος μεταγεν. χειρογρ., τὰ λοιπὰ ἔχουσιν ἱμερόφ-.

Greek Monolingual

ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].