προαποδότης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proapodotis | |Transliteration C=proapodotis | ||
|Beta Code=proapodo/ths | |Beta Code=proapodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=προαποδότου, ὁ, [[one who renders payment first]], i.e. [[surety]], ''SIG''2845(Delph.), [[JHS1]]13.343 (Aetol.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαποδότης''': -ου, ὁ, ὁ πρότερον [[προδότης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343. | |lstext='''προαποδότης''': -ου, ὁ, ὁ πρότερον [[προδότης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[προαποδίδωμι]]<br />αυτός που καλείται [[πρώτος]] να καταβάλει την [[οφειλή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
προαποδότου, ὁ, one who renders payment first, i.e. surety, SIG2845(Delph.), JHS113.343 (Aetol.).
Greek (Liddell-Scott)
προαποδότης: -ου, ὁ, ὁ πρότερον προδότης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343.
Greek Monolingual
ὁ, Α προαποδίδωμι
αυτός που καλείται πρώτος να καταβάλει την οφειλή.