χύνω: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chyno | |Transliteration C=chyno | ||
|Beta Code=xu/nw | |Beta Code=xu/nw | ||
|Definition=later form for [[χέω]], found in compds.; [[ἐκχύνειν]] condemned by | |Definition=later form for [[χέω]], found in compds.; [[ἐκχύνειν]] condemned by Luc.''Pseudol.''29; also [[χύννω]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
later form for χέω, found in compds.; ἐκχύνειν condemned by Luc.Pseudol.29; also χύννω, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1385] spätere u. schlechtere Form statt χέω, s. Lob. Phryn. p. 726.
Greek (Liddell-Scott)
χύνω: μεταγενέστερος τύπος καὶ ἀδόκιμος ἀντὶ χέω, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726· πρβλ. συγχύνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ
(σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω
νεοελλ.
1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι»)
2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω
3. (σχετικά με διάφορα αντικείμενα) κατασκευάζω με λειωμένο υλικό χρησιμοποιώντας μήτρα (α. «χύνει κεριά» β. «χύνω γυαλικά»)
4. (σχετικά με εξανθήματα διαφόρων νόσων) εμφανίζω, βγάζω («έχυσε την ιλαρά»)
5. εκσπερματίζω κατά τον οργασμό
6. μέσ. χύνομαι
α) (για ποταμό) εκβάλλω («ο Αξιός χύνεται στον Θερμαϊκό»)
β) κινούμαι ορμητικά, ορμώ, χυμώ (α. «χύθηκε εναντίον του» β. «χύθηκε στην αγκαλιά της»)
7. φρ. α) «χύνω λάδι στη φωτιά»
(σχετικά με διαμάχη) παροξύνω, επιτείνω
β) «χύνει φαρμάκι η γλώσσα του»
μτφ. είναι φαρμακόγλωσσος
8. παροιμ. «χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας» — η ζημιά ήταν πολύ μικρή
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χύνω δάκρυα» — κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ρ. χέω, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ., ο οποίος απαντά στην Αρχαία μόνο σε σύνθετα ρ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. χύνω έχει επικρατήσει αντί του χέω και έχει προέλθει από τον παθ. αόρ. ἐχύθην του χέω, κατά το σχήμα ἐπλύθην: πλύνω.