νοήρης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noiris | |Transliteration C=noiris | ||
|Beta Code=noh/rhs | |Beta Code=noh/rhs | ||
|Definition= | |Definition=νοήρες, [[skilful]], ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. [[νοαρέως]], = [[νουνεχόντως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
νοήρες, skilful, ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. νοαρέως, = νουνεχόντως, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νοήρης: -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ φρενήρης, χειρῶν νοῆρες ἔργον, τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
Greek Monolingual
νοήρης, -ες (Α)
αυτός που έχει πνευματική ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδήρης)].