τραπεζοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trapezoeidis
|Transliteration C=trapezoeidis
|Beta Code=trapezoeidh/s
|Beta Code=trapezoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trapezium-shaped</b>, λόφος <span class="bibl">Str.14.6.3</span>, cf. <span class="title">Placit.</span> 3.10.3.</span>
|Definition=τραπεζοειδές, [[trapezium-shaped]], λόφος Str.14.6.3, cf. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]'' 3.10.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, [[τραπέζιον]]; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[en forme de table]].<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τραπεζοειδής:''' [[имеющий вид стола или плиты]] (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με [[τράπεζα]] ή με [[τραπέζιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τραπεζοειδή</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το [[μέσο]] ιουρασικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τραπεζοειδής]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] και [[πλατύς]] μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοειδής Medium diacritics: τραπεζοειδής Low diacritics: τραπεζοειδής Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trapezoeidḗs Transliteration B: trapezoeidēs Transliteration C: trapezoeidis Beta Code: trapezoeidh/s

English (LSJ)

τραπεζοειδές, trapezium-shaped, λόφος Str.14.6.3, cf. Placit. 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de table.
Étymologie: τράπεζα, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

τραπεζοειδής: имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή
(παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό
2. φρ. «τραπεζοειδής μυς»
ανατ. μεγάλος και πλατύς μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ειδής].