καταπαυστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapafstikos | |Transliteration C=katapafstikos | ||
|Beta Code=katapaustiko/s | |Beta Code=katapaustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταπαυστική, καταπαυστικόν, [[causing to cease]], ταραχῶν Phld.''Mus.''p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπαύω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να καταπαύει, να επιφέρει [[γαλήνευση]], [[λήξη]] του κακού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
καταπαυστική, καταπαυστικόν, causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.
German (Pape)
[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
Greek Monolingual
καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.