νευροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevroeidis
|Transliteration C=nevroeidis
|Beta Code=neuroeidh/s
|Beta Code=neuroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like sinews]]: <b class="b3">τὸ ν</b>., = [[λειμώνιον]], Dsc.4.16, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 20.72</span>.</span>
|Definition=νευροειδές, [[like sinews]]: <b class="b3">τὸ ν.</b>, = [[λειμώνιον]], Dsc.4.16, Plin.''HN'' 20.72.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νευροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] νεύρου, που μοιάζει με [[νεύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo νευροειδές</i><br />το [[φυτό]] λειμώνιο.
|mltxt=-ές (Α [[νευροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] νεύρου, που μοιάζει με [[νεύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo νευροειδές</i><br />το [[φυτό]] λειμώνιο.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[sehnenartig]]</i>, auch <i>Name einer [[Pflanze]]</i>, Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροειδής Medium diacritics: νευροειδής Low diacritics: νευροειδής Capitals: ΝΕΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: neuroeidḗs Transliteration B: neuroeidēs Transliteration C: nevroeidis Beta Code: neuroeidh/s

English (LSJ)

νευροειδές, like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.

Greek (Liddell-Scott)

νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.

Greek Monolingual

-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.

German (Pape)

ές, sehnenartig, auch Name einer Pflanze, Diosc.