ψίλωμα: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psiloma
|Transliteration C=psiloma
|Beta Code=yi/lwma
|Beta Code=yi/lwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bone laid bare of flesh</b>, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>69</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Epid.</span>3.4</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[bone laid bare of flesh]], ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.''Art.''69, cf. ''Epid.''3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψίλωμα''': [ῑ], τό, [[ὀστοῦν]] γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.
|lstext='''ψίλωμα''': [ῑ], τό, [[ὀστοῦν]] γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες.
}}
{{elnl
|elnltext=ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] [[ontvlezing]].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλωμα Medium diacritics: ψίλωμα Low diacritics: ψίλωμα Capitals: ΨΙΛΩΜΑ
Transliteration A: psílōma Transliteration B: psilōma Transliteration C: psiloma Beta Code: yi/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.