ψίλωμα: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiloma | |Transliteration C=psiloma | ||
|Beta Code=yi/lwma | |Beta Code=yi/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[bone laid bare of flesh]], ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.''Art.''69, cf. ''Epid.''3.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψίλωμα''': [ῑ], τό, [[ὀστοῦν]] γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] [[ontvlezing]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.