ψίλωμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(47c) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiloma | |Transliteration C=psiloma | ||
|Beta Code=yi/lwma | |Beta Code=yi/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[bone laid bare of flesh]], ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.''Art.''69, cf. ''Epid.''3.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες. | |mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] [[ontvlezing]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.